εἰσηγητάς

εἰσηγητάς
εἰσηγητά̱ς , εἰσηγητής
one who brings in
masc acc pl
εἰσηγητά̱ς , εἰσηγητής
one who brings in
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποριστής — ὁ, Α [πορίζω] 1. αυτός που παρέχει («φύλαξ καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.) 2. αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά μέσα («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», Αριστοτ.) 3. αυτός που επιφέρει, που προξενεί κάτι («ποριστὰς ὄντας καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”